προμηθής

προμηθής
και δωρ. τ. προμαθής, -ές, Α
1. προνοητικός («εἰς τὸν ἔπειτα βίον προμηθέστερος», Πλάτ.)
2. αυτός που ανησυχεί και φροντίζει για κάτι («οὔτε τι τοῡ θανεῑν προμηθής», Σοφ.)
3. (για πράγμα) αυτός απαιτεί πρόνοια
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ προμηθές
η προμήθεια, η πρόνοια.
επίρρ...
προμηθῶς Α
με προηγούμενη σκέψη («ὁ ἀριθμὸς τῶν μυῶν προμηθῶς ἐξεύρηται», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προ-μηθής / προ-μᾱθής (< προ-* + αμάρτυρο τ. *μῆθος), ανάγεται πιθ. σε μακρόφωνη ρίζα *mādh- παράλληλη της βραχύφωνης ρίζας *mendh- «προσφέρω το πνεύμα, την ψυχή μου» τού μανθάνω* (πρβλ. *gwā- και *gwem- τών βαίνω* και ἔβην). Κατ' άλλους, η μακρότητα τού φωνηεντισμού στον τ. προ-μηθής οφείλεται σε επίδραση της συνώνυμης λ. μῆτις «φρόνηση, σύνεση, ευφυΐα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προμηθής — forethinking masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμηθέστερον — προμηθής forethinking adverbial comp προμηθής forethinking masc acc comp sg προμηθής forethinking neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμηθές — προμηθής forethinking masc/fem voc sg προμηθής forethinking neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμηθέστατα — προμηθής forethinking adverbial superl προμηθής forethinking neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμηθέστατον — προμηθής forethinking masc acc superl sg προμηθής forethinking neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμηθεστάταις — προμηθής forethinking fem dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμηθεστάτως — προμηθής forethinking masc acc superl pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμηθεστάτῃ — προμηθής forethinking fem dat superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμηθεστάτῳ — προμηθής forethinking masc/neut dat superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμηθεστέρους — προμηθής forethinking masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”